περίγρα

περίγρα
περίγρᾱ , περίγρα
pair of compasses
fem nom/voc/acc dual
περίγρᾱ , περίγρα
pair of compasses
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περίγρα — η, ΝΜΑ [περιγράφω] τεχνολ. ο μεγάλος ξύλινος διαβήτης τών οικοδόμων και τοπογράφων που χρησιμοποιείται για τη χάραξη κύκλων μεγάλης ακτίνας πάνω στο έδαφος ή σε δάπεδο, το περ(ι)γέλι μσν. (κατά το λεξ. Σούδα) «περίγρα, ὁ διαβήτης δι ἧς οἱ τροχοὶ… …   Dictionary of Greek

  • περίγρας — περίγρᾱς , περίγρα pair of compasses fem acc pl περίγρᾱς , περίγρα pair of compasses fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίγραν — περίγρᾱν , περίγρα pair of compasses fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίγραις — περίγρα pair of compasses fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԿԱՐԱԿՆ — (ի, ից կամ աց.) NBH 1 1064 Chronological Sequence: 6c, 13c, 15c գ. ԿԱՐԱԿՆ որ եւ ԿԱՐԿԻՆ ասի. Բառ յն. գարգինօս. լտ. չի՛րչինուս. καρκίνος, περίγρα, διαβήτης forceps, circinus. իտ. compasso ψαλίς forfex, fornix, arcuatum opus. Մկրատ, կամ աքցան, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԿԱՐԿԻՆ — (կնի, նաւ.) NBH 1 1072 Chronological Sequence: Early classical, 13c, 15c գ. καρκίνος, περίγρα, διαβήτης, σταθμός circinus եւ propendiculum. Տ. ԿԱՐԱԿՆ. *Որպէս զկարկին որ եդեալ ʼի վերայ քարտի՝ տպագրես զբոլորակ ձեւն, նոյն մասնիկն՝ ուստի սկիզբն է առ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”